σωτειρα

σωτειρα
    σώτειρα
    -ας ἥ спасительница, избавительница, хранительница (эпитет Деметры, Артемиды и других богинь) Pind., Arph., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σωτειρα" в других словарях:

  • Σωτείρᾳ — Σωτείρᾱͅ , Σώτειρα an antidote fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωτείρᾳ — σωτείρᾱͅ , σώτειρα an antidote fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σώτειρα — an antidote fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώτειρα — an antidote fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώτειρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ.), στην επαρχία Καρυστίας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καλλιανού. * * * η, Ν βλ. σωτήρας …   Dictionary of Greek

  • Σωτείρας — Σωτείρᾱς , Σώτειρα an antidote fem acc pl Σωτείρᾱς , Σώτειρα an antidote fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωτείρας — σωτείρᾱς , σώτειρα an antidote fem acc pl σωτείρᾱς , σώτειρα an antidote fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σώτειρ' — Σώτειρα , Σώτειρα an antidote fem nom/voc sg Σώτειραι , Σώτειρα an antidote fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώτειρ' — σώτειρα , σώτειρα an antidote fem nom/voc sg σώτειραι , σώτειρα an antidote fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σωτείρῃ — Σώτειρα an antidote fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωτείρῃ — σώτειρα an antidote fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»